Υποψήφιο κρούσμα

in Within My Words
alexandros.jpg by  Αλέξανδρος in  Within My WordsNov 01, 2020
Υποψήφιο κρούσμα

Νομίζω πως είμαστε όλοι υποψήφια κρούσματα, σε μια παράδοξη σειρά αναμονής, όπου εξαντλούμε όλη μας την ευγένεια:

  • Περάστε κυρία μου μπροστά, να εξυπηρετηθείτε
  • Ωωω, μα σας παρακαλώ, μετά από εσάς!

Κι όλο βάζουμε άλλους πρώτους στη σειρά κι εμείς θεωρούμε ότι μπορούμε να παρακολουθούμε από τον εξώστη. Αλλά σαν να μας σπρώχνει κάποιος να μπούμε στην ουρά, και όσο συμβαίνει αυτό ο φόβος μας μεγαλώνει. Και στριμωχνόμαστε πίσω πίσω, και παραχωρούμε προτεραιότητα σε άλλους. Από φόβο, όχι από αγάπη. Αλλά κάπως πρέπει να αγαπηθεί κι αυτός ο φόβος όμως για να μαλακώσει. Ίσως τελικά, όταν ο μεγαλύτερος φόβος σου πραγματοποιηθεί, τότε μόνο να νιώθεις πραγματικά ελεύθερος. Γι' αυτό κι έχει μια υποδόρια επιθυμία ο μεγαλύτερος φόβος. Κι αν μπούμε στη σειρά?

Όταν στριμώχνεσαι, στριμώχνεσαι, στριμώχνεσαι, για να χωρέσεις στη ζωή και πάλι δε χωράς, τότε αναπόφευκτα κάτι εκρήγνυται μέσα σου. Φοβάμαι λίγο αυτό το μπαμ που θα κάνουμε. Για να αποφύγουμε να χάσουμε ανθρώπους από κορωνοιό, ανησυχώ μήπως "χάσουμε" ανθρώπους (εν ζωή) από το μπαμ. Και μήπως βαλθούμε για καιρό να μαζεύουμε τα σκορπισμένα κομμάτια μας, εδώ κι εκεί, και μετατραπούμε σε μη ανθρώπινους ανθρώπους για μήνες ή και χρόνια, χωρίς επαφή, χωρίς χάδι, χωρίς όνειρα, χωρίς επιθυμίες γιατί θα έχουμε συνηθίσει από πάνω μας να πλανάται το "τέρας" της φοβέρας ενός ιού που θα απειλήσει τη ζωή μας αν προσπαθήσουμε ουσιαστικά να τη ζήσουμε.

Και ο ιός σαφώς και υπάρχει, και σαφώς και μας απειλεί και πολύ καλά κάνουμε και προστατευόμαστε. Αλλά μέσα σε όλα αυτά, η Ζωή μας φοβάμαι πως πήγε και κρύφτηκε σ' ένα πηγάδι για να μην τη βρει ο ιός και την αποτελειώσει, γιατί την κυνηγάει μετά μανίας. Και την κατεβάζουμε στο πηγάδι εμείς, με τα ίδια μας τα χέρια, σιγά σιγά, πόντο πόντο, για να συνηθίζει και το βάθος.

Και το πηγάδι φαίνεται ασφαλές, καλά οχυρωμένο, σκοτεινό να μην την εντοπίζει εύκολα κανείς. Αλλά έχει και υγρασία και πονάνε τα κόκαλά της, και τα ρούχα της μυρίζουν, αυτή η ασφάλεια έχει συνέπειες αποπνικτικές. Και τις νιώθει στο λαιμό. Και στο στομάχι. Και θέλει να κοιτάξει προς το φως, προς τα πάνω, αλλά φοβάται πως θα την ανακαλύψουν και θα μπλέξει άσχημα. Και σκέφτεται να τραβήξει και το καπάκι του πηγαδιού ενώ κανείς δεν το απαίτησε από αυτήν. Να είναι πιο κλειστά, πιο στριμωγμένη, πιο ασφαλής. Και να προσέχει το νερό στο πηγάδι, που είναι και η μόνη ένδειξη πως κάπου εκεί κάτω υπάρχει πιθανότητα – σχεδόν βεβαιότητα- ζωής. Επιτρέπεται να ξεδιψάει πού και πού, αλλά αν γλιστρήσει θα πνιγεί. Και το νερό με τον καιρό βρωμίζει. Και είναι λίγο στυφό, πόσιμο όμως παραδόξως.

Και κλείνεται εκεί και περιμένει. Απ’ έξω δεν ακούγονται φωνές. Οι άλλες ζωές είναι κρυμμένες σε άλλα πηγάδια, ή στέρνες ή λακκούβες. Άλλες κρύφτηκαν ακόμα και σε κλουβιά, με κλειδιά και απ’ όλα. Κάποιες κλαίνε. Ακούγεται το κλάμα τους υπόκωφα, φτάνει στο πηγάδι, μέσα από τη γη, μέσα από το χώμα, και είναι απόκοσμο κλάμα. Μακρινό. Περίεργο, σαν πρωτάκουστο. Με έναν άλλο λυγμό, που δεν είχε ακούσει ποτέ πριν. Η δική μας Ζωή δεν κλαίει. Είναι σίγουρη πως κάνει το καλύτερο. Κρύφτηκε για να προστατευθεί και νιώθει πως πρέπει να χαίρεται που δεν την ανακάλυψε ο ιός πριν βρει το πηγάδι της. Μόνο σκέφτεται. Δε θέλει να ονειρευτεί, δε θέλει να κοιμηθεί. Φοβάται. Σκέφτεται μόνο. Και γράφει ένα γράμμα. Εύχεται στο τέλος αυτής της περιπέτειας να μας μείνουν χέρια δυνατά για να μπορέσουμε να τη βγάλουμε από το πηγάδι, να της κάνουμε ένα μπάνιο με όμορφα αρώματα, να της φορέσουμε καινούριο φόρεμα, χρωματιστό, να τη χτενίσουμε και να τη βγάλουμε να σεργιανίσει τον κόσμο, να τον δει τον νέο κόσμο όπως αυτός θα έχει μετασχηματιστεί. Και να της μάθουμε νέους κανόνες διαπροσωπικής επαφής γιατί φοβάμαι πως δυστυχώς το "τραύμα" θα έχει καταγραφεί και θα πρέπει κάπως να της το επουλώσουμε. Και να της μάθουμε ξανά να χαμογελά και να χορεύει. Και να μπορεί να χαίρεται το φως το μέρας. Και να βρεθεί με τις άλλες ζωές. Ίσως αυτή η ίδια να πάει να σιγοτραγουδάει έξω από τις κρυψώνες τους. Ίσως και όχι, μπορεί να μη θέλουν. Ε το αποφάσισε, θα δώσει όσο χρόνο επιθυμούν. Αρκεί κάποτε να ξαναβρεί τον εαυτό της, αστραφτερό, γυαλιστερό, να τινάξει από πάνω της τα χώματα, να μας τείνει δειλά δειλά το χέρι, να της το σφίξουμε και να προχωρήσουμε. Αρκεί να προχωρήσουμε. Ένα βήμα τη φορά. Αρκεί.

Share: