Το δισάκι μου

… κι ανοίγει ξαφνικά, από το πουθενά, μέσα σου ένα σακί, και ξεχύνονται με φόρα λέξεις, σκέψεις και συναισθήματα, μπουρδουκλωμένα, το ένα πάνω στο άλλο, και σε καταπλακώνουν θαρρείς με το πουπουλένιο βάρος τους, κι εκεί που πας να τα συγυρίσεις, να τα βάλεις σε μια τάξη, να κάνεις έναν διάδρομο έστω, ώστε να περνάς άνετα ανάμεσά τους, καταλαβαίνεις πως τελικά έπεσαν ανακατεμένα μεν, στη σωστή θέση δε. Γιατί ο τρόπος να περπατάς άνετα ανάμεσά τους, είναι μόνο σκαρφαλώνοντας πάνω τους και βλέποντας τη θέα από ψηλά. Και αγκομαχώ να σκαρφαλώσω σε λέξεις, σε σκέψεις και σε συναισθήματα μέσα μου, με μόνο εργαλείο έναν εκσκαφέα. Μα καλά.. πώς είναι δυνατόν να ανέβεις ψηλότερα αν μονάχα σκάβεις? και μαζεύω κάποιες λέξεις από το σωρό, και προσπαθώ να τις βάλω σε μια σειρά, και είναι σαν να μου ψιθυρίζουν.. "ανεβαίνεις ψηλότερα μόνο αν σκάβεις βαθιά εδώ μέσα.. ξέρεις κανέναν άλλον τρόπο?". Αλλά πάλι τις πέταξα πίσω στο σωρό.. μάλλον δε βρήκα μια σωστή σειρά γι αυτές.. όπως ίσως δε βρήκα και την εικόνα που ταιριάζει να τις συνοδεύει, ούτε καν μια σκέψη ή ένα συναίσθημα.. Μόνο λέξεις.. Μα πόση αλήθεια να χωρέσει σε αυτές τις μικρές ζωγραφιές με στρογγυλέματα, γωνίτσες, τελίτσες και κουκίδες? Αυτές είναι οι λέξεις μου. Μικρές ζωγραφιές. Άλλες μουτζούρες, άλλες έργα τέχνης. Κι αν πας να τις αγγίξεις, ηλεκτρίζεσαι.. από το φορτίο. Μην αγγίζετε τις λέξεις μου. Είναι ανάκατες. Οι σκέψεις μου το ίδιο. Τα συναισθήματα μου το ίδιο. Αλλά η μελωδία που παίζουν όλα μαζί ηχεί στα αυτιά μου μυσταγωγικά ιερή.. κι ακολουθώ αυτή τη μελωδία.. και βρίσκω ένα σακί παρατημένο, άδειο, μέσα από το οποίο ξεχύθηκαν. Και το κάνω δισάκι για τον ώμο. Λίγο νερό, λίγη τροφή για το δρόμο. Και φεύγω...