Συνένοχοι

Ήταν πάντα κάπου εκεί κρυμμένη. Δεν έμαθα ποτέ μου πού ακριβώς. Ξανθιά. Με όμορφα γαλανά μάτια που απλά υπέθετα πως είχε, γιατί ποτέ δεν με είχε κοιτάξει κατάματα. Στην πραγματικότητα δεν το γνώριζα το βλέμμα της, δεν μου είχε αντιπαρατεθεί ποτέ στα ίσα. Ίσως ήμουν μικρός και φοβόμουν κι εγώ να σταθώ όρθιος, ευθυτενής μπροστά της.
Όταν με ενοχλούσε, το έκανε πάντα από μακριά, από την κρυψώνα της. Λες και είχε έναν σπάγκο δεμένο με το κεφάλι μου και το τραβούσε να μου κατεβάζει το κεφάλι, να μου βαραίνει τα βλέφαρα. Ήταν συνέχεια εκεί, με παρακολουθούσε σε κάθε μου κίνηση, ήταν έτοιμη να επέμβει με τον σπάγκο της κάθε φορά που θεωρούσε πως ένα βήμα μου την ενοχλούσε. Μα τι μπελάς! Άρχισα να νιώθω πως για να είναι ικανοποιημένη θα πρέπει να μην κάνω τίποτα, να μην κινούμαι, να μην δρω, γιατί με κάθε κίνηση τραβιόταν αυτός ο σπάγκος και πονούσε. Πιο πολύ μέσα μου πονούσε, παρά έξω μου. Δεν μου έφερνε κλάμα, μου δημιουργούσε εσωτερική συντριβή. Αυτό το κοριτσάκι και το αγαπημένο της παιχνίδι, ο σπάγκος, ήταν ένας εφιάλτης.
Δεν ήταν όμως μόνη της. Υπήρχε και κάτι άλλο εκεί, ή μάλλον, κάποια άλλη. Κρυμμένη κι αυτή. Κοντά της, αλλά όχι δίπλα της. Ξανθιά κι αυτή. Όμορφη. Το δικό της παιχνιδάκι ήταν ένα κόκκινο κουμπί. Όχι όμως από τα κουμπιά που ράβουμε τα ρούχα που ξηλώνονται, αν και κάποιες φορές με έκανε να νιώθω σαν να φορώ ξηλωμένα ρούχα. Αυτό το κουμπί όταν το πατούσε, έστελνε με δύναμη το αίμα στα άκρα μου και το κεφάλι μου. Κοκκίνιζαν τα χέρια, οι παλάμες μου και το κεφάλι μου. Όλο το κεφάλι μου, και τα μάγουλα, και το μέτωπο, αν θυμάμαι καλά και ο λαιμός! Σαν Άγγλος τουρίστας Αύγουστο στην Κέρκυρα, μετά από 3ωρο μπάνιο στη Δασιά χωρίς καθόλου αντηλιακό! Όμως δεν είμαι τόσο λευκός ούτε το πατούσε μόνο το καλοκαίρι. Μόλις γνώριζα έναν καινούριο άνθρωπο, τσουππππ πατούσε το κουμπί. Όταν περπατούσα μόνος ανάμεσα σε πλήθος που με παρατηρούσε, τσουπππ πατούσε το κουμπί. Μπορεί να ήταν διασκεδαστικό γι’ αυτήν να με βλέπει έτσι αυτόματα να αλλάζω το χρώμα μου, αλλά εγώ δεν το διασκέδαζα διόλου. Ένιωθα σαν μια μικρή μαριονέτα, τοσοδούλικη, πολύ μικρότερος από όσο μικρός μπορούσα να γίνω όταν κοιμόμουν σε βρεφική στάση. Και πάλι δε χωρούσα πουθενά. Έπρεπε ακόμα πιο μικρός. Μικρότερος μικρός. Και όταν συρρικνωνόμουν τόσο που δεν άντεχα άλλο, έπρεπε να συρρικνωθώ λίγο ακόμα. Ακόμα πιο μικρός έπρεπε. Για να με χωρέσω κι εμένα κι αυτές, ήθελα χώρο. Δεν μου τον έδινε. Ακόμα πιο μικρός έλεγε. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορεί να είχε κι άλλο παιχνιδάκι, κάποιο πλήκτρο που θα με συρρίκνωνε.
Τα χρόνια περνούσαν. Οι μικρές έμεναν για πάντα κρυμμένες. Κάποιες φορές τις ένιωθα να μεγαλώνουν, να με καταλαμβάνουν ολόκληρο. Κάποιες άλλες φορές, πολύ λίγες, δεν κατάφερναν να με ταλαιπωρήσουν. Ποιος ξέρει, ίσως να πάλιωναν εκείνα τα παιχνίδια τους ή ίσως να τα είχαν βαρεθεί. Έβρισκαν όμως τρόπο να δηλώνουν την παρουσία τους. Σχεδόν μου φώναζαν πια. Και τις άκουγα. Κι εγώ δεν τις μπορούσα τις φωνές, με αποσυντόνιζαν, με αποδιοργάνωναν. Και για να ησυχάσουν, πρόσφερα αυτό που ήθελαν. Και ίσως όχι μόνο αυτό, αλλά και γλυκό από πάνω, για να γλυκαθούν.
Δεν καταλάβαινα πως έτσι τις έτρεφα, τις μεγάλωνα εγώ ο ίδιος. Τις ταχτάριζα, τις παρηγορούσα, τελικά κάναμε παρέα κατά κάποιον τρόπο. Αφού η μία δεν με άφηνε να κάνω τίποτα χωρίς να μου τραβάει το σπάγκο και η άλλη με έκανε να νιώθω κατακόκκινος μικρός, τελικά κατάφεραν η φυσική μου κοινωνικότητα να θαφτεί.
Ήμουν ενήλικος, αρκετά ενήλικος, και μπουχτισμένος, φοβερά μπουχτισμένος, όταν αποφάσισα να αντιπαρατεθώ μαζί τους. Να τις γνωρίσω καλύτερα μεν, αλλά να απαιτήσω και εξηγήσεις. Εξήγησα πόσο είχα κουραστεί, πόσο με είχα χάσει στις μικρότερες μικρές διαδρομές μέσα μου, όπου με είχαν περιορίσει!
..κι ενώ μιλούσα, από δύο διαφορετικές κρυψώνες, ξεπρόβαλαν μικρά ξανθά κεφαλάκια.. ενώ εγώ φανταζόμουν πως θα ήταν πια θεόρατες! Με έβλεπαν στα μάτια με τα μεγάλα γαλανά δικά τους. Κοκάλωσα λίγο αλλά συνέχισα απτόητος σχεδόν φωνάζοντας πως δεν ήξερα ακόμα καν ποιες είναι και τι δουλειά είχαν κρυμμένες μέσα μου! Κάπως τις ταρακούνησα. Όσο μιλούσα, απλά με παρατηρούσαν, και όσο με παρατηρούσαν να τις κοιτάω, μίκραιναν τα κεφάλια τους. Τι ήταν πάλι αυτό? Μου μιλούσαν αλλά η φωνή τους ακουγόταν με το ζόρι, σαν από πολύ μακριά.
- Είμαι η Ενοχή, είπε η πρώτη.
- Κι εγώ η Ντροπή, είπε η άλλη.
Μου είπαν πως είχαν κι αυτές πολλές απορίες. Η Ενοχή δεν ήξερε πώς βρέθηκε εκεί. Ένα ξένο χέρι της έδειξε το δρόμο να έρθει να χτίσει τη φωλιά της μέσα μου. Αντίθετα, η Ντροπή γεννήθηκε μέσα μου, είχαμε το ίδιο DNA, στις φλέβες μας έτρεχε το ίδιο αίμα. Επίσης ήξεραν ήταν ότι είχαν μια συγγένεια μεταξύ τους, ίσως εξ’ αγχιστείας. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρες και οι δυο, πως είχαν πια μόνο εμένα. Και γι αυτόν ακριβώς το λόγο έλεγαν πως όφειλα να τις προσέχω και να τις φροντίζω.
Η ιστορία της ζωής τους ήταν εντυπωσιακή, γεμάτη ίντριγκα, σαν σαπουνόπερα.
Όταν γεννήθηκα εγώ, γεννήθηκε και η Ντροπή μέσα μου. Τουλάχιστον έτσι ισχυρίστηκε η ίδια. Και μάλιστα γεννήθηκε έγκυος! Γέννησε πολύ γρήγορα τέσσερα παιδιά και συχνά όταν ντρεπόταν κρυβόταν πίσω από αυτά. Τα παιδιά της, η Περιφρόνηση, ο Θυμός, ο Φθόνος και η Κατάθλιψη δεν αποκαλύφθηκαν μπροστά μου. Η μαμά τους η Ντροπή δεν τα άφησε να φανούν. Την παρακάλεσα, αλλά ήταν πεισματάρα και δεν μου τα έδειξε. Τα είχε μόνο για εκείνη, μόνο δικά της ήθελε να είναι.
Η Ντροπή μού αποκάλυψε επίσης πως είχε μια δίδυμη αδερφή, την Αλαζονεία και πως έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους που ποτέ κανείς δεν μπόρεσε καθαρά να διακρίνει ποια από τις δύο έβλεπε μπροστά του. Και τη στιγμή που μου μιλούσε έπαιζε με το μυαλό μου λέγοντας πως ούτε κι εγώ ξέρω ποια ακριβώς έχω μπροστά μου, παρόλο που μου συστήθηκε ως Ντροπή.
Όση ώρα μιλούσα με τη Ντροπή, η Ενοχή έπαιζε με τον σπάγκο της. Παλιός, πολυκαιρισμένος πια, με ξέφτια, δεν κατάφερε να μου κατεβάσει το κεφάλι ούτε να βαρύνει τα βλέφαρα. Με μάτια ορθάνοιχτα, με απορία και αποφασιστικότητα, στεκόμουν όρθιος. Υπήρχα εκεί με όλη μου την ύπαρξη. Όχι διάφανος πια. Γύρισα να την ψάξω. Δεν την έβλεπα πουθενά. Ξαναγύρισα απ’ την άλλη. Τώρα δεν έβλεπα ούτε τη Ντροπή. Κι όμως…
..ήταν πάντα κάπου εκεί κρυμμένη. Δεν έμαθα ποτέ μου πού ακριβώς.